- φιλαπεχθής
- φιλ-απ-εχθής, ές, u. φιλ-απ-εχθήμων, ονος, Feindschaft liebend, zanksüchtig, streitsüchtig, andere gern kränkend, beleidigend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φιλαπεχθής — ές, Α φιλαπεχθήμων*. επίρρ... φιλαπεχθῶς Α φιλαπεχθημόνως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀπεχθής «απαίσιος, μισητός»] … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek